- άλογος
- -η, -ο (Α ἄλογος, -ον)1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός2. αυτός που στερείται λογικής3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν)αρχ.1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση2. αυτός που δεν μπορεί να εκτεθεί, να περιγραφεί με τον λόγο, ανέκφραστος, απερίγραπτος3. αυτός που δεν τόν υπολόγιζε κανείς, αναπάντεχος, απροσδόκητος4. αυτός που δεν τόν λαμβάνει κανείς υπ' όψιν, ασήμαντος, αμελητέος5. (για μεγέθη) αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί6. ενστικτώδης7. ακατανόητος, ανεξήγητος8. ο ακατάλληλος, ο ανάρμοστος9. αστήριχτος, αβάσιμος10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άλογα (ενν. ζώα)ζώα, θηρία11. φρ. «άλογος ημέρα» — ημέρα αργίας, κατά την οποία καμία εργασία δεν γίνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λόγος.ΠΑΡ. ἀλογεύομαι, ἀλογίααρχ.ἀλογοῦμαι, ἀλογῶ, ἀλογώδηςμσν.ἀλογίζομαι(μσν. νεοελλ.) το άλογον].
Dictionary of Greek. 2013.